Η Έρευνα
Η μελέτη των ψυχοκοινωνικών παραγόντων και των παραγόντων που σχετίζονται με τη φυσιολογία των πρόωρων βρεφών αποτελεί μια πρόκληση για τη διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ των επιστημών της Ψυχολογίας και της Ιατρικής επειδή: α) τα πρόωρα βρέφη χαρακτηρίζονται από συμπεριφορικές ιδιαιτερότητες και νευρολογική ανωριμότητα, στοιχεία τα οποία συνεισφέρουν στις δυσκολίες τους να συμμετάσχουν στην διαπροσωπική επικοινωνία (Singer, 2003) και αυξάνουν τους κινδύνους για την υγεία τους (Javorka, 2017); και β) μια σταθερή αύξηση στα επίπεδα νεογνικής επιβίωσης έχει συσχετιστεί με ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα αναπτυξιακά αποτελέσματα των πρόωρων βρεφών και την ποιότητα της ζωής τους (Forcada-Guex, 2006).
Κατά την περιγεννητική περίοδο οι γυναίκες που προέρχονται από χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο (στο εξής κοκ) επηρεάζονται δυσανάλογα από τον πρόωρο τοκετό, την κατάθλιψη, το άγχος και από έλλειψη πρόσβασης στη φροντίδα ψυχικής υγείας. Οι συνδυαστικές επιδράσεις των παραπάνω σχετίζονται με την οικονομική και κοινωνική δυσχέρεια η οποία επηρεάζει τα άτομα, τις οικογένειες και την κοινωνία στο σύνολό της, επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό τον κύκλο της φτώχειας και των ανισοτήτων στα θέματα φροντίδας της υγείας (Prom, 2022). Οι βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνιολογικοί κίνδυνοι αλληλεπιδρούν με τρόπο που απειλεί την ικανότητα της οικογένειας χαμηλού κοκ επιπέδου να ανταποκριθεί στην ικανοποίηση των φυσικών, κοινωνικών και συναισθηματικών αναγκών των μελών της (Maurer & Smith, 2013). Το χαμηλό κοκ επιπέδου αποτελεί ένα από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες που συσχετίζονται με την περιορισμένη νευροανάπτυξη των πρόωρων βρεφών. Τα υψηλότερα ποσοστά βιολογικών κινδύνων των πρόωρων βρεφών χαμηλού κοκ επιπέδου τα θέτουν σε διπλό κίνδυνο για χαμηλά νευροαναπτυξιακά αποτελέσματα (Panceri, 2020; Wong & Edwards, 2013). Παρά το γεγονός ότι οι καθυστερήσεις στην ανάπτυξη των πρόωρων βρεφών και εκείνων χαμηλού κοκ επιπέδου είναι καλά τεκμηριωμένες, υπάρχουν εξαιρετικά περιορισμένες ενδείξεις για την πρώιμη μεταγεννητική ανάπτυξη των πρόωρων βρεφών που εκτίθενται τόσο σε βιολογικούς όσο και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου (Gonzalez-Gomez, 2019). Είναι πιθανόν οι αρνητικές επιδράσεις της φτώχειας να ξεκινούν κατά τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης, πιθανόν προγεννητικά (Blount, 2021; Hurt, 2017; Hosokawa & Katsura, 2018; Maurer & Smith, 2013).
Βασικός Σκοπός
O βασικός σκοπός της προτεινόμενης διαχρονικής μελέτης είναι η διερεύνηση της σχέσης συγκεκριμένων ψυχοκοινωνικών (μεταγεννητική κατάθλιψη, οικογενειακή λειτουργικότητα, κοινωνική υποστήριξη, μητρική αντίληψη για τη διυποκειμενικότητα και δεσμός) και βιολογικών παραγόντων/παραγόντων φυσιολογίας (μελατονίνη/μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού) κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής των πρόωρων βρεφών, εστιάζοντας στις οικογένειες χαμηλού κοκ επιπέδου, καθώς και οι επιπτώσεις της παραπάνω σχέσης στην ανάπτυξη των πρόωρων βρεφών. Οι δύο επιμέρους στόχοι της μελέτης είναι οι εξής:
Στόχος 1: Η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο συγκεκριμένοι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, όπως η μητρική ψυχική υγεία, η μητρική αντίληψη της βρεφικής διυποκειμενικότητας και του δεσμού, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά τον πρόωρο τοκετό σχετίζονται με τη συναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη των βρεφών στους 9 μήνες (διορθωμένη ηλικία). Eπιπλέον, θα διερευνήσουμε εάν η παραπάνω σχέση διαφοροποιείται μεταξύ των πρόωρων βρεφών που προέρχονται από χαμηλό και μέσο/υψηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, θα διερευνήσουμε εάν ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά (όπως η οικογενειακή λειτουργικότητα, η αντιλαμβανόμενη κοινωνική υποστήριξη και η δυαδική αντιμετώπιση του στρες) μπορεί να συσχετίζονται με τα παραπάνω και εάν τα χαρακτηριστικά μπορεί να μετριάζουν τους κινδύνους που τίθενται από το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο.
Στόχος 2: Η αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο παράγοντες φυσιολογίας, όπως η ωρίμανση του αυτόνομου νευρικού συστήματος, όπως αξιολογείται από τη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού, συσχετίζεται με την γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη των βρεφών στους 9 μήνες (διορθωμένη ηλικία) και εάν η σχέση αυτή διαφοροποιείται μεταξύ των βρεφών από χαμηλό και μέσο/υψηλό κοκ επίπεδο. Επιπλέον, θα διερευνήσουμε εάν η μητρική μελατονίνη μέσω του μητρικού γάλακτος διαμεσολαβεί στην παραπάνω σχέση.
Η νέα γνώση που θα προσφέρει το ερευνητικό έργο ProMote
Το προτεινόμενο ερευνητικό έργο είναι καινοτόμο ως εξής:
(1) Ο ρόλος της μελατονίνης στην ανάπτυξη των πρόωρων βρεφών είναι ασαφής (Tauman, 2002) και δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Προς την κατεύθυνση αυτή, σκοπεύουμε να μελετήσουμε το ρόλο της μελατονίνης μέσα από ένα μονοπάτι συνδυαστικών επιδράσεων μιας σειράς ψυχοκοινωνικών και βιολογικών παραγόντων κατά την διάρκεια της πρώιμης ανάπτυξης;
(2) Το προτεινόμενο έργο που αφορά τους παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη των πρόωρων βρεφών είναι διαχρονικό. Οι σχετικές διαχρονικές μελέτες που αφορούν την ανάπτυξη των πρόωρων βρεφών είναι σπάνιες. Προκειμένου να κατανοήσουμε τις δυσκολίες στην ανάπτυξη των πρόωρων βρεφών θα πρέπει να τα παρακολουθήσουμε κατά την διάρκεια των αναπτυξιακών τους σταδίων (Jansen, 2021);
(3) Το προτεινόμενο ερευνητικό έργο θα υιοθετήσει μεικτή μεθοδολογία η οποία περιλαμβάνει μετρήσεις φυσιολογίας και ορμονικές, τη χρήση ενός εργαλείου παρατήρησης καθώς και ερωτηματολόγια αυτο-αναφοράς. Η χρήση δεδομένων που προέρχονται από μεικτή μεθοδολογία στη βρεφική έρευνα αποτελεί έναν τρόπο αύξησης της εγκυρότητας των αποτελεσμάτων ενώ ταυτόχρονα μας δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τα δεδομένα μας (LoBue, 2020);
(4) Τα στοιχεία που αφορούν την ανάπτυξη των πρόωρων βρεφών στην Ελλάδα είναι περιορισμένα (Koutra, 2012). Στο βαθμό που γνωρίζουμε το προτεινόμενο έργο είναι το πρώτο στην Κρήτη, Ελλάδα, μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό καθώς η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας έχει προκαλέσει την αύξηση στο αριθμό των ατόμων που ζούν σε συνθήκες φτώχειας στην Ελλάδα και έχει οδηγήσει στην αναστολή λειτουργίας των υπηρεσιών φροντίδας ψυχικής υγείας (Papadakaki, 2021; Tsobanoglou, 2014; Giannopoulou & Tsobanoglou, 2020). Επιπλέον, η πανδημία έχει προκαλέσει την αύξηση στις ανισοτήτες εισοδήματος (Vavoura & Vavouras, 2022) και έχει επηρεάσει αρνητικά την ψυχική υγεία των Ελλήνων (Parlapani, 2020; Vatavali, 2020). Στην Κρήτη, η φτώχεια και τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι αυξημένα και συσχετίζονται μεταξύ τους, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Τα ποσοστά των οικογενειών με πολλαπλά προβλήματα είναι ιδιαίτερα αυξημένα (Papadakaki, 2021). Επιπρόσθετα, οι πρόωρες γεννήσεις αποτελούν ένα σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας στην Ελλάδα (Vlachadis, 2013). Τα ποσοστά των πρόωρων γεννήσεων έχουν 4πλασιαστεί κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Αυτά τα ευρήματα θέτουν δραματικές προκλήσεις για τη δημόσια υγεία και αναδεικνύουν την αναγκαιότητα για την υλοποίηση προληπτικών παρεμβάσεων (Vlachadis, 2013).